Μια γυναίκα ενθουσιάζεται με μια σχετική ευκολία, δύσκολα και σπάνια όμως εpωτεύεται. Δεν έχει χώρο στη ζωή της για πολλούς κι αδιάφορους περαστικούς, πάντα είχε αδυναμία στους σταθερούς συνοδοιπόρους. Τις ανασφάλειες και την εκ φύσεως καχυποψία της, τις γκρεμίζει με εμπιστοσύνη, την οποία πάντα χτίζει με επικοινωνία∙ όχι απ’ αυτή των τύπων, απ’ την άλλη την ουσιαστική, τη βαθειά κι αληθινή.
Η γυναίκα εpωτεύεται με τα αυτιά κι όσο κι αν υπάρχουν λόγια που την υπνωτίζουν, κυρίως εpωτεύεται όσους ακούν τα δικά της που μεταφράζονται σε επιθυμίες, πόθους, έγνοιες κι ανησυχίες. Γιατί οι γυναίκες μιλούν μονάχα για δύο πράγματα∙ για όσα αγαπούν κι όσα φοβούνται, για όσα έχασαν κι όσα τρέμουν μη χάσουν. Ζητούν κι απαιτούν την προσοχή και την κατανόηση, ψάχνουν το νοιάξιμο και το ενδιαφέρον. Διεκδικούν το σεβασμό και την αγκαλιά που θα σφραγίσει όλα αυτά.
Θα προτιμήσει τη σιωπή σου απ’ τις φλύαρες φωνές. Δεν ψάχνει εξάλλου για συμβουλές και στρατηγικά σχέδια αντιμετώπισης. Τα ζόρια της πάντα βρίσκει τρόπο να τα ξεπερνά κι απ’ τις δυσκολίες της βγαίνει κάθε φορά πιο δυνατή, κάνει μάθημα το κάθε πάθημά της και δε ζητά ήρωες και σωτήρες, μονάχα ακροατές και συνταξιδιώτες. Κάποιον να την ακούει, να νιώθει ασφαλής να μοιραστεί μαζί του δυνατά όσα την τρομάζουν κι όσο τα τέρατά της παίρνουν μορφή κι ήχο, αυτόματα μικραίνουν και μέσα στο σκοτάδι της ανοίγει μια χαραμάδα να μπει λιγάκι φως. Να την ακούς κι όσο ακούς, θα τη μαθαίνεις.
Μια γυναίκα πάντα σου λέει πώς νιώθει, τι έχει ανάγκη και τι φοβάται. Κι αν δε στο πει, θα βρει τρόπους να στο δείξει, αρκεί να ανακαλύψεις κι εσύ τον τρόπο αποκρυπτογράφησης. Κι όταν σου κρατάει μούτρα και δε βγάζει λέξη, να ακούς εκείνο το χάδι και την αγκαλιά που σου ζητά. Κι όταν σου γκρινιάζει, να διαβάζεις την ανάγκη της για προσοχή κι επιβεβαίωση, τη λαχτάρα της και την προσπάθειά της να σώσει ό,τι υπάρχει. Μάθε να ακούς τα ουρλιαχτά που κρύβει στις σιωπές της και διάβαζε τους ψιθύρους πίσω απ’ τις φωνές της. Και τότε θα είναι πάντα διάφανη μπροστά σου. Κάποιες νύχτες δε θα μπορεί να κοιμηθεί, θα γυρίζει νευρικά στο κρεβάτι και θα παλεύει με τα σεντόνια. Θα τη στοιχειώνει το παρελθόν της, θα την αγχώνει το μέλλον. Να τη σφίγγεις πάνω σου και να την ακούς, να της λες πως όλα θα πάνε καλά και να το πιστεύεις, μόνο τότε θα το πιστέψει κι εκείνη.
Να φωτίζεις τα σκοτάδια της, να πολεμάς μαζί της τους δαίμονές της. Να ακούς τις σκέψεις και τους φόβους της. Να την ηρεμείς και να την ησυχάζεις. Να της δίνεις χώρο και χρόνο, κι αν το παράπονό της κάποιες φορές σου μοιάζει γκρίνια, να την ανέχεσαι κι αυτήν. Να την καταλαβαίνεις ή τουλάχιστον να προσπαθείς. Να την κάνεις να αισθάνεται ξεχωριστή, να ενδιαφέρεσαι για όσα κομμάτια της ξετυλίγει, για όσα επιλέγει να μοιραστεί μαζί σου. Να μην καταπίνει λέξεις, ανησυχίες, αμφιβολίες κι ερωτηματικά με το πρόσχημα μιας δικής σου αδιαφορίας. Κανείς δε θα μιλήσει αν δεν υπάρχει κάποιος να ακούσει.
Αν εκπαιδεύσεις τα αυτιά σου, πίσω από κραυγές κι άνοστες λέξεις θα ακούς συναισθήματα που δειλιάζουν ή δε βρίσκουν τον τρόπο να εκφραστούν. Θυμό, ζήλια, φόβο, πόθο∙ όσα ζητάει και δεν τολμάει να εξομολογηθεί, όσα νιώθει κι ο εγωισμός της αρνείται να παραδεχτεί. Όλα όσα ντύνει με σύμφωνα και φωνήεντα στην προσπάθειά της να ξεγελάσει όποιον δεν είναι αρκετά σίγουρος πως θέλει να ακούσει. Στην προσπάθειά της να αποφύγει όλους όσοι ακούν τις ανησυχίες της ως φλύαρα παράσιτα.
Σεβασμό κι ενδιαφέρον, νοιάξιμο κι αγάπη θέλει μια γυναίκα. Κι αν έχεις δύο αυτιά πρόθυμα να ακούσουν, ένα στόμα να καθησυχάζει και μια αγκαλιά να γαληνεύει, τα ‘χεις όλα! Κι όταν μια γυναίκα σου εμπιστευτεί τις λέξεις της, θα σου εμπιστευτεί και τις σιωπές της, τις πιο ιερές κι ηχηρές αλήθειες της.