της Κλεοπάτρας Ζουμπουρλή, μοριακή βιολόγος, medlabnews.gr iatrikanea
Το σουσάμι ή σησάμι είναι ιδιαίτερα θρεπτικό και ωφέλιμο, γιατί περιέχει λιπαρές ουσίες σε μεγάλη αναλογία (30-40%). Τις εξάγουν εξασκώντας ισχυρή πίεση πάνω στους σπόρους. Το σουσαμέλαιο που βγαίνει με την ψυχρή αυτή μέθοδο είναι εξαιρετικά θρεπτικό και ωφέλιμο.
Το όνομα σησάμι προέρχεται από την Αραβική λέξη “semsin”. Παλαιότερα η Ινδία θεωρούνταν η χώρα καταγωγής του σησαμιού, αλλά σήμερα πιστεύουμε ότι η πραγματική χώρα καταγωγής του είναι το Σουδάν, στην Κεντρική Αφρική, όπου έχουν βρεθεί πολλά άγρια είδη. Η χρησιμοποίηση του σησαμιού ως τροφής είναι τόσο παλαιά όσο του σιταριού και του ρυζιού όπως προκύπτει από αρχαιολογικές ανασκαφές στην αρχαία Αίγυπτο το 6000 π.Χ. Βάση των αρχαίων ευρημάτων δύο πιθανοί δρόμοι δημιουργήθηκαν για την εξάπλωση του από την Κεντρική Αφρική, ο ένας δρόμος ανατολικά πέρασε πάνω από τον Ινδικό Ωκεανό και έφθασε στην Ινδία, στην Κεντρική Ασία και από εκεί στην Κίνα, την Ιαπωνία, την Βορειοανατολική Ασία και την Αυστραλία. Ο άλλος δρόμος ήταν βόρεια από την Αίγυπτο και μέσω των Μεσογειακών χωρών στην Αραβία, την Κεντρική Ασία και την Κίνα, και τελικά στην Ευρώπη. Οι σπόροι του σουσαμιού αποτελούσαν τροφή για τους αρχαίους Έλληνες καθώς επίσης και για άλλους λαούς της Μεσογείου.
Το σησάμι είναι φυτό Sesamum Indicum με ύψος 100-120cm, το οποίο αναπτύσσει απλά ή διακλαδισμένα στελέχη. Τα φύλλα του φύονται στους κόμβους εναλλάξ ή αντικριστά. Ένα σε κάθε τρία άνθη, μήκους 4-5 cm, γονιμοποιείται και αργότερα αναπτύσσεται ο υποδοχέας που φέρει τους σπόρους. Oι σπόροι του σησαμιού διαφέρουν στο μέγεθος, το χρώμα και το πάχος του φλοιού, ανάλογα με την ποικιλία.
Το έλαιο, η πρωτείνη και οι υδατάνθρακες είναι τα κύρια συστατικά του σησαμιού. Η υψηλή ενέργεια που παρέχει το σησάμι, οφείλεται κυρίως στο έλαιο του. Η σύστασή του ανά 100γρ περιλαμβάνει: 18.6 γρ. πρωτεΐνη, 52.5 gr λίπος, 21.6 γρ. υδατάνθρακες, 3 γρ. φυτικών ινών, 1200 mg ασβεστίου, 540 mg φωσφόρο, 10 mg σιδήρου, 563 θερμίδες. Επιπρόσθετα είναι πλούσιο σε βιταμίνες του συμπλέγματος Β, βιταμίνη Ε, μέταλλα και ιχνοστοιχεία. Το σησάμι είναι πλούσιο και σε φώσφορο, κάλιο, μαγνήσιο, ψευδάργυρο και σελήνιο. Επίσης περιέχει λιγνάνες είναι χημικές ενώσεις μικρού μοριακού βάρους οι οποίες περιέχουν π-υδροξυ-φαινυλοπροπάνιο.
Το σησάμι περιέχει σημαντικές ποσότητες χαρακτηριστικών λιγνανών, όπως η σεσαμίνη και η σεσαμολίνη. Οι λιγνάνες έχουν σημαντικές αντιοξειδωτικές και φαρμακευτικές ιδιότητες. Οι λιγνάνες του σησαμιού, που περιέρχονται στα προϊόντα του, ενισχύουν τη δράση της βιταμίνης Ε.
Πειράματα σε ποντίκια έδειξαν ότι η προσθήκη σησαμιού στη διατροφή τους επιβραδύνει τη γήρανση, ενώ η προσθήκη της κυριότερης λιγνάνης του σησαμιού (σεσαμίνη) στη δίαιτα ποντικιών μείωσε των αριθμό των καρκίνων του μαστού. Το σησάμι και τα προϊόντα του έχουν την ικανότητα να μειώνουν τη χοληστερόλη στο αίμα και κατά συνέπεια να προστατεύουν από καρδιοπάθειες μέσω του διπλού ρόλου της σεσαμίνης. H σεσαμίνη είναι η μόνη γνωστή ουσία που ταυτόχρονα σταματά, τόσο την απορρόφηση της χοληστερόλης από τις τροφές, όσο και τη σύνθεση της από τον ανθρώπινο οργανισμό.
Μια άλλη λιγνάνη του σησαμιού, η πινορεζινόλη, βρέθηκε ότι έχει αντιυπερτασικές ιδιότητες. Η ουσία αυτή περιέχεται σε ένα βότανο που οι Κινέζοι χρησιμοποιούν για την καταπολέμηση της υπέρτασης εδώ και χιλιάδες χρόνια.
Τέλος, ουσίες του σησαμιού βελτιώνουν τη λειτουργία του ήπατος, βοηθώντας το να διασπά τοξικές ουσίες, όπως η αιθανόλη (οινόπνευμα). Το γεγονός αυτό επαληθεύει την Ελληνική παράδοση της κατανάλωσης χαλβά μετά από οινοποσία.
Το σουσάμι είναι τρόφιμο με υψηλής βιολογικής αξίας φυτική πρωτεΐνη. Είναι πλούσιο σε αμινοξέα όπως η μεθειονίνη, η τρυπτοφάνη, η λευκίνη και η αργινίνη, ενώ είναι σχετικά φτωχή η περιεκτικότητά του σε λυσίνη. Η ανάλυση των αμινοξέων του σησαμιού αποδεικνύει ότι συνδυαζόμενο με τροφές πλούσιες σε λυσίνη, το σησάμι αποτελεί ένα τρόφιμο πολύ υψηλής πρωτεϊνικής αξίας. Αξίζει να σημειωθεί, ότι τα όσπρια είναι γενικά πλούσια σε λυσίνη, αλλά ελλειμματικά σε θειούχα αμινοξέα, όπως η μεθειονίνη και η κυστίνη. Συνδυασμός λοιπόν οσπρίων με σησάμι ή προϊόντα σησαμιού, αυξάνει τη διαιτητική αξία της συνολικής πρωτεΐνης.
Το ταχίνι είναι φυσικό προϊόν και παράγεται από εξαιρετικά επιλεγμένους σπόρους σησαμιού (Sesamun Indicum), περνώντας από τη διαδικασία της αποφλοίωσης και της ξήρανσης. Στη συνέχεια πολτοποιούνται και δημιουργείται μια λιπαρή κρέμα. Εμφανίζεται ως πολτός, ως ελαιώδης κρέμα, αλεσμένου σησαμιού. Η ρίζα της λέξης βρίσκεται στην τουρκική γλώσσα και σημαίνει σησαμόπολτος.
Η υψηλή θρεπτική αξία του σουσαμιού οφείλεται και στα λιπαρά οξέα που περιέχει. Από αυτά το 45% είναι μονοακόρεστα, το 40% πολυακόρεστα και μόλις το 15% κορεσμένα. Τα ακόρεστα λιπαρά οξέα που αποτελούν τον κύριο όγκο των λιπαρών οξέων στο σησαμέλαιο (80%) είναι το ελαϊκό και το λινελαϊκό οξύ, ενώ μικρές είναι οι ποσότητες του παλμιτικού και στεατικού και σε ίχνη μόνο απαντάται το λινολενικό. Το σησαμέλαιο, σε σύγκριση με το σογιέλαιο και το αραβοσιτέλαιο, περιέχει περισσότερα μονοακόρεστα λιπαρά οξέα. Τα κορεσμένα λιπαρά οξέα βρίσκονται σε ίδιο ποσοστό τόσο στο σησαμέλαιο όσο και στο σογιέλαιο, ενώ το αραβοσιτέλαιο περιέχει ελαφρώς μικρότερη ποσότητα. Ένα ενδιαφέρον χαρακτηριστικό του σησαμελαίου, είναι η απουσία trans-ακόρεστων λιπαρών οξέων, τα οποία συνήθως παράγονται κατά την επεξεργασία του σογιέλαιου και άλλων φυτικών ελαίων. Ένας αριθμός μελετών έχει δείξει, ότι τα trans-λιπαρά οξέα δημιουργούν προβλήματα υγείας. Παρατηρούμε λοιπόν ότι τα πολυακόρεστα λιπαρά οξέα των οποίων η λήψη μέσω της διατροφής κρίνεται αναγκαία εξαιτίας της αδυναμίας του ανθρώπινου οργανισμού να τα συνθέσει, καλύπτουν το μεγαλύτερο ποσοστό.
Οι ευεργετικές δράσεις του σουσαμιού στον ανθρώπινο οργανισμό περιγράφονται παρακάτω:
ΑΝΤΙΥΠΕΡΤΑΣΙΚΗ-ΑΝΤΙΘΡΟΜΒΩΤΙΚΗ ΔΡΑΣΗ:
Το συστατικό σησαμίνη το οποίο περιέχεται στο σουσάμι αναστέλλει τόσο την αύξηση της πίεσης όσο και τη δημιουργία εγκεφαλικών θρόμβων. Κατ’ επέκταση προλαμβάνεται ο κίνδυνος των εγκεφαλικών επεισοδίων ενώ αξίζει να σημειωθεί ότι η παραπάνω δράση της σησαμίνης ενισχύεται παρουσία της βιταμίνης Ε.
ΑΝΤΙΚΑΡΚΙΝΙΚΗ ΔΡΑΣΗ:
Η καρκινογένεση έχει συνδεθεί με τη δράση των ελευθέρων ριζών. Οι ελεύθερες ρίζες αποτελούν τους κυριότερους παράγοντες οξείδωσης, ενώ έχουν συνδεθεί και με ποικίλες βλαβερές επιδράσεις στον ανθρώπινο οργανισμό, με σημαντικότερη όλων την καταστροφή του γενετικού υλικού και κατ’ επέκταση την εμφάνιση καρκίνου. Η βλαβερή αυτή δράση των ελευθέρων ρυζών αναστέλλεται σε μεγάλο βαθμό από τη σησαμόλη, ένα ακόμα σημαντικό συστατικό του σουσαμιού. Το γεγονός αυτό ενισχύει την άποψη των ερευνητών σχετικά με την αντικαρκινική δράση του σουσαμιού.
ΑΝΤΙΟΞΕΙΔΩΤΙΚΗ ΔΡΑΣΗ:
Η κατανάλωση σουσαμιού έχει συσχετιστεί όχι μόνο με την προστασία του οργανισμού από τη βλαβερή δράση των ελευθέρων ριζών αλλά και με την προστασία από τη δημιουργία αθηρωματικών πλακών στα αγγεία, η δημιουργία των οποίων έχει ως κύριο αιτιολογικό παράγοντα την οξείδωση των λιποπρωτεϊνών (κυρίως της LDL).Η κατανάλωση του σουσαμιού αποτελεί ασπίδα προστασίας των αγγείων, αφού έχει συσχετιστεί με μειωμένη ευαισθησία των λιποπρωτεϊνών του αίματος στην οξείδωση μέσω της δράσης της σησαμινόλης.
Επιστημονικώς αποδεδειγμένα το σουσάμι βοηθά στην πρόληψη της υπερχοληστερολαιμίας, στη σωστή λειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος, στην πρόληψη του καταρράκτη και στην αντιμετώπιση του διαβήτη.
Επιπρόσθετα το ιχνοστοιχείο σελήνιο που περιέχεται σε σημαντικά ποσά στο σουσάμι, έχει τα τελευταία χρόνια συσχετιστεί με σημαντική αντιοξειδωτική δράση στον οργανισμό, καθώς αποτελεί συστατικό ενός σημαντικού αντιοξειδωτικού συστήματος- της οξειδάσης της γλουταθειόνης- το οποίο αποτελεί ένα από τα κυριότερα αμυντικά συστήματα του οργανισμού έναντι της δράσης των ελευθέρων ριζών.
Απ’ την άλλη η κατανάλωση του σουσαμιού από αθλητές που ασκούνται συστηματικά, μειώνει τον κίνδυνο πρόκλησης μυϊκών τραυματισμών, βασική αιτία των οποίων είναι το οξειδωτικό στρες, το οποίο εμφανίζεται εξαιτίας της αυξημένης παραγωγής ριζών.
Τελευταίες έρευνες έδειξαν ότι το σουσάμι εμφανίζει σημαντικές αντιγηραντικές ιδιότητες λόγω της μεγάλης του περιεκτικότητας σε βιταμίνη Ε και της δράσης των λιγνανών, δηλαδή της σησαμινόλης και της σησαμίνης.