Γράφει η Κατερίνα Μαυρίδου
Έλα πες μου, πόσο ψέμα χωράει ακόμα στις προσδοκίες που φροντίζεις να έχουν οι άλλες από εσένα;
Ξέρεις, εκείνες τις προσδοκίες που τις χτίζει σιγά σιγά κι αθόρυβα, χωρίς να δίνεις στόχο, χωρίς να υπόσχεσαι, χωρίς να δεσμεύεσαι.
Ξεκινάς με το κλασικό, να δίνεις προσοχή, να παρατηρείς, να κάνεις αισθητή την παρουσία σου, να αφιερώνεις χρόνο.
Έλκεις την εμπιστοσύνη, μαθαίνεις εκείνα που κρατιούνται καλά, στο κουτί των μυστικών.
Γίνεσαι απαραίτητος.
Δεν μιλάς με λέξεις, αφιερώνεις τραγούδια (σε πόσες;)
Κι όταν θελήσεις να τραβήξεις λίγο παραπάνω προσοχή, εξαφανίζεσαι.
Μα πάντα επανέρχεσαι. Πάντα γυρνάς, γιατί ξέρεις πως το δεδομένο είναι εκεί κι έχει τσιμπήσει.
Περιμένει, αγωνιά, στεναχωριέται, θυμώνει, νιώθει. Κι έτσι παίρνεις αξία.
Παίζεις με πολλές, περιμένει εσένα.
Σκορπίζεις τα ψέματά σου από εδώ κι από εκεί, αλλά περιμένει εσένα.
Της φορτώνεις όλα όσα εσύ κάνεις, όλα όσα εσύ προδίδεις, αλλά εκείνη, περιμένει εσένα.
Μέχρι που μια μέρα, έτσι τυχαία, μοιραία, ακόμα κι εκείνη, σε βαριέται.
Γιατί εδώ που τα λέμε φίλε μου, εκτός από δράμα, νεύρα, ψέμα και παραμύθια, δεν έχεις τίποτε άλλο να προσφέρεις.
Πόσα “αγκαλιά” και πόσα “γυναίκα μου” να αντέξουν πια οι οθόνες και τα πληκτρολόγια;
Πόσα τραγουδάκια να αφιερώσεις σε κάθε κακομοίρα που νομίζει πως είναι η μοναδική ή έστω η πρώτη επιλαχούσα;
Πόσο ψέμα να αντέξει πια η ψυχή;
Μόνο που, κάποτε, σπάνια μεν, αλλά κάποτε, η “κακομοίρα” αφού σε πάρει χαμπάρι, αποφασίζει να σε παίξει.
Και ξέρεις, μια πληγωμένη γυναίκα, μια θυμωμένη γυναίκα, όχι απλά δεν μπορείς να την παίξεις, αλλά το μόνο που μπορείς να κάνεις, είναι να μάθεις πώς παίζεται το παιχνίδι.
Γιατί στο τέλος της μέρας, είναι εκείνη που ξέρει και να φροντίζει και να νοιάζεται, να δίνεται, μα ξέρει και να σε κομματιάζει. Μόνο που μέχρι τώρα, επέλεγε να μην το κάνει.