Πριν την πρεμιέρα του Παγκοσμίου Κυπέλλου του Κατάρ η Εθνική Βραζιλίας ήταν ισχυρό φαβορί για να κατακτήσει τον τρόπαιο, μετά από 20 χρόνια, το να ακούς ότι δεν είναι χώρα του ποδοσφαίρου μπορεί να είναι, τουλάχιστον, παράξενο.
Δεν είναι επίσης παράξενο ότι σε κάθε μεγάλη διοργάνωση, οι στοιχηματικες εταιριες, θεωρούν την Βραζιλία πρώτο φαβορί για να την κατάκτηση. Ειδικά επειδή η Βραζιλία είναι ο μεγαλύτερος εξαγωγέας ποδοσφαιριστών στον κόσμο, με 1.219 από αυτούς να παίζουν στο εξωτερικό, σύμφωνα με έρευνα του Διεθνούς Κέντρου Αθλητικών Σπουδών, αλλά και επειδή η εθνική ομάδα είναι αυτή που έχει κερδίσει τα περισσότερα Παγκόσμια Κύπελλα μέχρι στιγμής, συγκεκριμένα πέντε συνολικά, με δύο διαδοχικά το 1958 και 1962.
Η ιδέα ότι η Βραζιλία δεν είναι η χώρα του ποδοσφαίρου προήλθε από το στόμα του Βραζιλιάνου αθλητικού δημοσιογράφου Ζούκα Κφούρι σε ένα άρθρο στις 7 Ιουνίου 2010 για την έκδοση της Le Monde Diplomatique. Σε εκείνο το τεύχος ανέφερε μια έρευνα της DataFolha που έδειξε ότι οι περισσότεροι από τους οπαδούς της Φλαμένγκο είπαν ότι δεν είχαν αγαπημένη ομάδα καρδιάς, ενώ στην Αργεντινή μόνο το 7% των ερωτηθέντων ισχυρίστηκε ότι δεν είχε αγαπημένο κλαμπ.
Επιπλέον, επέκρινε ότι οι Βραζιλιάνοι δεν τιμούν τους περιφερειακούς αγώνες των πρωταθλημάτων, παρά μόνο της μεγάλες διοργανώσεις και δύσκολα το κάνουν κατά τη διάρκεια του Μουντιάλ. Πολύ διαφορετικό από αυτό που συμβαίνει στην Ευρώπη, όπου το άθλημα είναι ο βασιλιάς, και στις Ηνωμένες Πολιτείες, παρόλο που θεωρείται μια χώρα όπου το ποδόσφαιρο είναι το πιο αδύναμο.
Ο εκδημοκρατισμός του αθλήματος
Παρά το γεγονός ότι είναι βρετανικής καταγωγής, το ποδόσφαιρο απορροφήθηκε από την Βραζιλιάνικη κουλτούρα με τόσο βαθύ τρόπο που έγινε μέρος του έθνους, παράλληλα με το καρναβάλι, το υποτιθέμενο φιλόξενο ένστικτο, τον χορό, τις παραλίες και τη μουσική — επισκιάζοντας πλήρως το Ηνωμένο Βασίλειο.
Το άθλημα έφτασε στα μέσα του 1894 από τον Τσαρλς Μίλερ, που θεωρείται ο «πατέρας του βραζιλιάνικου ποδοσφαίρου», ο οποίος ήρθε από την Ευρώπη με μερικές μπάλες και ένα χαρτί με τους κανόνες του νέου αθλήματος. Το άθλημα εξαπλώθηκε στην ελίτ, τελικά, διότι η «κληρονομιά» της δουλείας εμπόδιζε τους μαύρους να ασκούν οποιοδήποτε είδος αθλητισμού — αυτή η κατάργηση θα γινόταν μόλις το 1920. Και αυτό είναι που το έκανε δημοφιλές, κυρίως ως απόδραση σε ευάλωτα υπόβαθρα της Βραζιλιάνικη πραγματικότητα, αφού είναι ένα άθλημα του οποίου τα μέσα εξάσκησης είναι προσβάσιμα σε όλα τα κοινωνικά στρώματα.
Δεν είναι γνωστό με βεβαιότητα πότε δόθηκε το παρατσούκλι «χώρα του ποδοσφαίρου» στη Βραζιλία, αν και κάποιοι εικάζουν ότι συνέβη μετά το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1970, όταν σήκωσε το τρόπαιο για τρίτη φορά. Εκείνη την εποχή, το ποδόσφαιρο που παιζόταν είχε ήδη αποκτήσει διεθνή προβολή λόγω της ντρίμπλας και των μοναδικών τεχνικών που εκτελούσαν οι Βραζιλιάνοι παίκτες, δημιουργώντας μεγαλύτερη αντιπαλότητα μεταξύ των εθνικών ομάδων, ειδικά των χωρών της Λατινικής Αμερικής — π.χ. η μακροχρόνια κόντρα με την Αργεντινή.
Πέρα από τα τεχνικά χαρακτηριστικά, το ποδόσφαιρο έγινε προάγγελος για όσους βρίσκονταν σε άσχημες καταστάσεις, βγαίνοντας κυρίως από την φτώχια, έχοντας μια ευκαιρία για το όνειρο της νίκης στη ζωή, όταν όλα τα προνόμια ήταν όχι υπέρ τους.
Ο αθλητισμός ήταν επίσης ένα εργαλείο για την εκτόνωση των εντάσεων, την άμβλυνση της πολιτικής και οικονομικής πόλωσης, περιορίζοντας τα τεράστια κοινωνικά σύνορα, όχι μόνο στη Βραζιλία αλλά και σε όλο τον κόσμο, προωθώντας τη σύνδεση προς ένα ιδανικό.
Έλλειψη αξιοπιστίας
Όμως η ιδέα του Κφουρί στο Diplomatique δεν είναι μοναδική. Έχει ήδη ειπωθεί μέσα από την αρθρογραφία του Μάουτο Σέζαρ Περέϊρα Mauro, επίσης αθλητικού δημοσιογράφου, σε άρθρο του για το ESPN, στο οποίο συλλογίστηκε γιατί το βραζιλιάνικο ποδόσφαιρο δεν έχει απήχηση στο εξωτερικό πέρα από την απόδοση των παικτών του.
Με το επιχείρημα ότι οι Ευρωπαίοι, με το Champions League τους, το μέγιστο διασυλλογικό τουρνουά ποδοσφαίρου, συγκινούν τους οπαδούς με τις διοργανώσεις τους, έχοντας επιπτώσεις σε όλο τον πλανήτη, ο δημοσιογράφος υποστηρίζει τη δήλωση του Κφουρί ότι οι Βραζιλιάνοι θυμούνται το ποδόσφαιρο μόνο κατά τη διάρκεια του Μουντιάλ.
«Η Κορίνθιανς έχει οπαδούς, παράδοση, τίτλους, χορηγό, γήπεδο, μέσα ενημέρωσης και καλή ομάδα ποδοσφαίρου. Πώς ήταν δυνατόν ένας σύλλογος τέτοιου διαμετρήματος να αγνοηθεί ουσιαστικά από πολλούς Ευρωπαίους οπαδούς και δημοσιογράφους μέχρι τη νίκη στον τελικό; », ρώτησε ο Περέιρα για το Παγκόσμιο Κύπελλο Συλλόγων της FIFA του 2012, στο οποίο η Βραζιλιάνικη ομάδα ήταν πρωταθλήτρια, κόντρα στα προγνωστικά στις στοιχηματικες εταιριες.
Στη συνέχεια, ο δημοσιογράφος τόνισε ότι το ποδόσφαιρο που παίζεται στη Βραζιλία δεν φαίνεται σχεδόν καθόλου στο εξωτερικό και ότι αυτό πρέπει να το αντιμετωπίσουν οι Βραζιλιάνοι, από την κορυφή μέχρι τις εξέδρες, ώστε να είναι δυνατό να βρουν τα προβλήματα και να σκεφτούν λύσεις.
Ο Μάρκελ Καπρετζ, δημοσιογράφος και ραδιοτηλεοπτικός εκφωνητής, είπε ότι αυτό που κάνουμε σήμερα όσον αφορά το ποδόσφαιρο, εντός και εκτός γηπέδου, δεν μπορεί να θεωρηθεί το πιο εξαιρετικό στον πλανήτη και ότι υπάρχουν πολλές χώρες που κάνουν το άθλημα και τα πάντα γύρω του με περισσότερη ποιότητα παρά εμείς.
“Οι προπονητές μας δεν περνούν από καμία ελάχιστη εξάσκηση για να ασκήσουν τα καθήκοντά τους. Οι προπονητές μας είναι τόσο ερασιτέχνες που πολλοί από αυτούς που ανήκουν σε επαγγελματικές ομάδες δεν διαφέρουν από αυτούς που βρίσκονται στις κερκίδες”, έγραψε ο Καπρετζ στο Soccer University. “Το αγωνιστικό μας πρόγραμμα μας είναι ένα κακόγουστο αστείο για το 80% των παικτών στη χώρα. Δεδομένου αυτού του σεναρίου, δεν είναι περίεργο να μην κερδίσεις ένα Κύπελλο. Περίεργο ήταν να κέρδισες πέντε.”